- αἱμοβόρου
- αἱμοβόροςblood-suckingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθήριον — τὸ, Α [πάνθηρ] είδος μεγάλου αιμοβόρου σαρκοφάγου ζώου, ο λύγκας … Dictionary of Greek
(αι)μοβόρος — (αι)μοβόρος, α, ο και ικο αυτός που «τρώει» αίμα, κακούργος: Είχε τη φήμη ανθρώπου κακού, αιμοβόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)